αβασανιστος

αβασανιστος
    ἀβασάνιστος
    ἀ-βᾰσάνιστος
    2
    1) неисследованный, неиспытанный
    

(ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.)

    2) не подвергаемый пыткам, т.е. неприкосновенный
    

(τὸ σῶμα τοῦ ἱερέως Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αβασανιστος" в других словарях:

  • ἀβασάνιστος — not tortured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ …   Dictionary of Greek

  • αβασάνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε στη ζωή του βάσανα, αταλαιπώρητος: Είχε πάντα μεγάλη αισιοδοξία, ίσως επειδή ήταν αβασάνιστος. 2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, εξέταση: Δεχόταν σχεδόν το καθετί αβασάνιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβασανίστως — ἀβασάνιστος not tortured adverbial ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασάνιστον — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc sg ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασανίστοις — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασανίστου — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασανίστους — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασανίστων — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασανίστῳ — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβασάνιστα — ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»